- εξαερωτικός
- η , ό[ν] тех1) относящийся к возгонке, карбюрации; 2) используемый для возгонки, карбюрации
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαερωτικός — ή, ό [εξαερώνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαέρωση 2. ο χρήσιμος στην εξαέρωση … Dictionary of Greek